- αποσχολαζω
- ἀποσχολάζωἀπο-σχολάζωпосвящать свободное время, заниматься на досуге
(ἔν τινι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔν τινι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ἀποσχολάζοντα — ἀποσχολάζω rest pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποσχολάζω rest pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζοντι — ἀποσχολάζω rest pres part act masc/neut dat sg ἀποσχολάζω rest pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζουσιν — ἀποσχολάζω rest pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσχολάζω rest pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάσεις — ἀποσχολάζω rest aor subj act 2nd sg (epic) ἀποσχολάζω rest fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζειν — ἀποσχολάζω rest pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζοντας — ἀποσχολάζω rest pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζοντες — ἀποσχολάζω rest pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζων — ἀποσχολάζω rest pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάσας — ἀποσχολά̱σᾱς , ἀποσχολάζω rest fut part act fem acc pl (doric) ἀποσχολά̱σᾱς , ἀποσχολάζω rest fut part act fem gen sg (doric) ἀποσχολάσᾱς , ἀποσχολάζω rest aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)